- εθελοντής
- ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντήςΑ και ἐθελοντήρθηλ. ἐθελοντίς, η)αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτινεοελλ.αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατόαρχ.είδος μίμων, δεικηλιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ. εθελοντ- που απαντά στη μτχ. εθέλων, -οντοςο τ. εθελοντήρ (τού οποίου μαρτυρείται η αιτιατική πληθυντικού εθελοντήρας μια φορά στον Όμηρο) εμφανίζει επίθημα -τηρ (πρβλ. κλητήρ, μνηστήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.